σοδομισμός
Смотреть что такое "σοδομισμός" в других словарях:
σοδομισμός — ο, Ν σοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + ισμός*] … Dictionary of Greek
Σόδομα και Γόμορρα — Αρχαίες πόλεις της παλαιστινιακής Πεντάπολης, που βρίσκονταν, σύμφωνα με την παράδοση, στα Ν της Νεκρής θάλασσας. Κατά τη βιβλική διήγηση (Γένεσις, ιθ), καταστράφηκαν την εποχή του Αβραάμ από «πυρ και θείον», που έβρεξε ο Θεός, ο οποίος είχε… … Dictionary of Greek
σοδομία — σοδομία, η και σοδομισμός, ο παρά φύσιν συνουσία, ομοφυλοφυλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)